- εναρίμβροτος
- ἐναρίμβροτος, -ον (Α)αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.)2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναρίμβροτος — man slaying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρίμβροτον — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem acc sg ἐναρίμβροτος man slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναριμβρότου — ἐναρίμβροτος man slaying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek